Ἀχέροντος

Ἀχέροντος
Ἀχέρων
Acheron
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Order of battle of the Hellenic Army in the First Balkan War — The following is the order of battle of the Hellenic Army during the First Balkan War. Contents 1 Background 2 Mobilization 3 Army of Thessaly 4 Army of Epirus …   Wikipedia

  • αχερωίς — ἀχερωΐς ( ίδος), η (Α) 1. η λεύκα 2. φρ. «Ἀχερωΐδες ὄχθαι» οι όχθες του Αχέροντος της Μικράς Ασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παράγωγο ενός θ. αχερω (ή αχερωσ ή αχερωF ) με επίθημα ις. Από τους αρχαίους θεωρήθηκε, ίσως παρετυμολογικά, παράγωγο του Αχέρων… …   Dictionary of Greek

  • βαρυβόας — βαρυβόας, ο (Α) αυτός που αντηχεί βαριά («βαρυβόας πορθμός Ἀχέροντος», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + βόας < βοώ] …   Dictionary of Greek

  • εύσκιος — ο (ΑΜ εὔσκιος, ον) αυτός που σκιάζεται καλά (α. «εύσκιος πλατεία» β. «εὔσκιος Ἀχέροντος ἀκτά», Πίνδ.) νεοελλ. (για δένδρα) αυτός που ρίχνει άφθονη σκιά («εύσκιος πλάτανος») αρχ. σκοτεινός, κεκαλυμμένος, δυσδιάκριτος («εὔσκιος ἐπὶ τὴν κλίνην τῆς… …   Dictionary of Greek

  • λώτινος — λώτινος, ίνη, ον (Α) [λωτός] 1. αυτός που προέρχεται από το δένδρο λωτός («λώτινον ξύλον», Θεόφρ.) 2. κατασκευασμένος από ξύλο λωτού («οἱ δὲ καλούμενοι λώτινοι αὐλοὶ οὗτοί εἰσιν οἱ ὑπὸ Ἀλεξανδρέων, καλούμενοι φώτιγγες», Αθήν.) 3. ο κατάφυτος από… …   Dictionary of Greek

  • πορθμεύω — ΝΑ [πορθμός] μεταφέρω στην απέναντι όχθη ή ακτή, είμαι πορθμέας («...τοὺς πορθμέας... εἰς Σαλαμῑνα πορθμεύοντας», Αισχίν.) αρχ. 1. μεταφέρω κάποιον κάπου («ἀλλὰ μ ἔκ γε τῆσδε γῆς πόρθμευσον ὡς τάχιστα», Σοφ.) 2. οδηγώ κάποιον σε μια κατάσταση… …   Dictionary of Greek

  • χηρεύω — ΝΜΑ [χήρα] (αμτβ.) στερούμαι τον ή την σύζυγό μου λόγω θανάτου, είμαι χήρος ή χήρα (α. «χήρεψε πολύ νέος» β. «τοσοῡτον ἄν χρόνον χηρεύουσ ἠνείχετ ἐξὸν ἄλλῳ συνοικεῑν», Δημοσθ.) νεοελλ. (αμτβ.) μτφ. (για λειτούργημα, αξίωμα, θέση) παραμένω κενός… …   Dictionary of Greek

  • χοή — η, ΝΑ (στην αρχαία Ελλάδα) σπονδή από μέλι, κρασί και νερό, η οποία γινόταν στον τάφο νεκρού προς τιμήν του («τύμβῳ χέουσα τάσδε κηδείους χοάς», Αισχύλ.) αρχ. 1. η θυσία που γινόταν προς τιμήν νεκρού 2. (γενικά) σπονδή («πρῶτον μὲν ἱερὰς ἐξ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”